κορποράλε

κορποράλε
το
(στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) μικρό κομμάτι λευκού λινού υφάσματος το οποίο στρώνει ο ιερέας στην Αγία Τράπεζα για να εναποθέσει το Άγιο Ποτήριο και την όστια κατά τη θεία λειτουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. corporale, ουδ. τού επιθ. corporalis «σωματικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”